Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγροικος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄγρ-οικος, -ον, I. 1. αυτός που ανήκει ή διαμένει στους αγρούς, σε Αριστοφ. κ.λπ. 2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ζει στην εξοχή, χωρικός, αγρότης, στον ίδ.· έπειτα αντίθ. προς το ἀστεῖος, άξεστος, τραχύς, αγενής, στον ίδ.· ο χαρακτήρας του ἀγροίκου περιγράφεται από το Θεόφρ. II. 1. επίρρ., ἀγροίκως, σε Αριστοφ.· συγκρ. ἀγροικοτέρως, σε Πλάτ., Ξεν.· αλλά· ἀγροικότερον, σε Πλάτ. 2. λέγεται για τη γη και το έδαφος, ακαλλιέργητος, άγονος, σε Θουκ.