Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄγριος, , -ον και -ος, -ον·συγκρ. ἀγριώτερος· υπερθ. ἀγριώτατος (ἀγρός)· αυτός που ζει στους αγρούς, Λατ. agrestis: I. 1. λέγεται για τα ζώα, άγριος, ανήμερος· αἲξ σῦς, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵπποι, ὄνοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ.· λέγεται για αγρότη, χωρικό, αντίθ. προς το πολίτης, σε Μόσχ. 2. χρησιμοποιείται για δέντρο, άγριος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μητρὸς ἀγρίας ἄπο, φτιαγμένο από άγριο κλίμα, αμπέλι, σε Αισχύλ.· ἄγριον ἔλαιον, σε Σοφ. 3. επίσης χρησιμοποιείται για χώρες, βάρβαρος, απολίτιστος, σε Πλάτ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα και ζώα, που έχουν ιδιότητες που ανήκουν σε άγρια κατάσταση· 2. με ηθική σημασία, άγριος, βάναυσος, σκληρός, Λατ. ferus, ferox, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. βίαιος, τραχύς, ωμός, σκληρός, αγενής, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀγριώτατα ἤθεα, σε Ηρόδ.· ἐς τὸ ἀγριώτερον, σε πιο σκληρά μέτρα, σε Θουκ. 4. λέγεται ακόμη για πράγματα και καταστάσεις ή περιστάσεις, τραχύς, σκληρός, σε Αισχύλ. κ.λπ.· νὺξ ἀγριωτέρη, περισσότερο άγρια, θυελλώδης, σε Ηρόδ.· ἀγρία νόσος, καρκινώδης αρρώστια, σε Σοφ. III. επίρρ., ἀγρίως, με άγριο, μανιώδη τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, ἄγρια, ως ουδ. πληθ., σε Ησίοδ., Μόσχ.