Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγρα"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ἄγρα, Ιων. ἄγρη, (ἄγω), I. 1. κυνήγι, θήραμα· ἄγραν ἐφέπειν, εξόρμηση για κυνήγι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς ἄγρας ἰέναι, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για το ψάρεμα, σε Σοφ. 2. τρόπος κυνηγιού, σε Ησίοδ., Ηρόδ. II. αυτό που συλλαμβάνεται στο κυνήγι, θήραμα, λεία, σε Ησίοδ., Τραγ.· κυνήγι, σε Ηρόδ.· λέγεται για το ψάρεμα, αλίευμα, «ψαριά», σε Κ.Δ.
ἀ-γράμμᾰτος, -ον, αυτός που δεν γνωρίζει γράμματα (γράμματα), απαίδευτος, αμόρφωτος, σε Ξεν., Ανθ.
ἄ-γραπτος, -ον (γράφω), μη καταγεγραμμένος, άγραφος, σε Σοφ.
ἀγραυλέω, μέλ. -ήσω (ἄγραυλος), διαμένω στα χωράφια, παραμένω στους αγρούς, σε Κ.Δ.
ἄγρ-αυλος, -ον (ἀγρός, αὐλή), 1. αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ἄγραυλος ἀνήρ, αγροίκος, σε Ανθ. 2. λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. επίσης λέγεται για πράγματα, αγροτικός, εξοχικός, χωριάτικος, σε Ευρ.
ἄ-γρᾰφος, -ον (γράφω), I. 1. μη καταγεγραμμένος, σε Θουκ.· ἄγραφοι νόμοι, μη καταγεγραμμένοι νόμοι, δηλ.· α) νόμοι της φύσης, ηθικός νόμος, σε Δημ. β) νόμοι από έθιμο (εθιμικός νόμος), κοινός νόμος, σε Θουκ. II. μη καταχωρημένος σε κάποιο έγγραφο, στον ίδ.