Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγνωστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-γνωστος ή ἄ-γνωτος, -ον, 1. άγνωστος· τινί· ἄγνωτος ἐς γῆν, σε Ευρ.· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι, σε Σοφ. 2. αγνώριστος· ἄγνωστόν τινα τεύχειν, σε Ομήρ. Οδ.· ἀγνωστότατοι γλῶσσαν, λέγεται για αυτούς που μιλούν ολότελα ακατάληπτη, δυσνόητη γλώσσα, σε Θουκ.