
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄγνυμι"
- ἄγνῡμι, γʹ δυϊκ. ἄγνῠτον, μέλ. ἄξω, αόρ. αʹ ἔαξα, ἦξα, προστ. ἆξον, μτχ. ἄξας — Παθ., ἄγνῠμαι· αόρ. βʹ ἐάγην (ᾰ κυρίως)· Ενεργ. παρακ. (με Παθ. σημασία) ἔᾱγα, Ιων. ἔηγα· σπάζω, συντρίβω, σε Όμηρ. — Παθ., είμαι σπασμένος ή συντετριμμένος· ἄγη ξίφος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐάγη δόρυ, στο ίδ.· πάλιν ἄγεν ὄγκοι (αντί ἐάγησαν), οι ακίδες λύγισαν προς τα πίσω και έσπασαν, στο ίδ.· καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος, λέγεται για ποταμό με σπαστό, δηλ. ελικοειδές ρεύμα, σε Ηρόδ.· ἄγνυτο ἠχώ, ο ήχος διαδιδόταν τριγύρω, σε Ησίοδ.