Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγγελος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄγγελος, , , 1. αγγελιαφόρος, απεσταλμένος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. γενικά, αυτός που ανακοινώνει, σηματοδοτεί, λέγεται για τα πουλιά της οιωνοσκοπίας, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσῶν ἄγγελος, λέγεται για έναν ποιητή, σε Θέογν.· Διὸς ἄγγελος, λέγεται για το αηδόνι, σε Σοφ.· με γεν. πράγμ., ἄγγελος κακῶν ἐμῶν, στον ίδ. 3. θεϊκός απεσταλμένος, άγγελος (πνεύμα), σε Κ.Δ.