Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγαμαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄγαμαι[ᾰ], βʹ πληθ. ἄγασθε, Επικ. ἀγάασθε, Επικ. απαρ. ἀγάασθαι, παρατ. ἠγάμην, μέλ. Επικ. ἀγάσσομαι, αόρ. αʹ ἠγασάμην, Επικ. γʹ ενικ. ἠγάσσατο ή ἀγάσσατο· επίσης, απαντά στον Παθ. αόρ. ἠγάσθην· I. 1. απόλ., αναρωτιέμαι, θαυμάζω, είμαι έκπληκτος, σε Όμηρ. 2. με αιτ., θαυμάζω ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, στο ίδ., σε Ηρόδ.· ομοίως στην Αττ., ταῦτα ἀγασθείς, σε Ξεν.· με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., θαυμάζω κάποιον για ένα πράγμα, σε Πλάτ., Ξεν. 3. με γεν. πράγμ. μόνο συχνά στους Κωμ., θαυμάζω εξαιτίας κάποιου πράγματος, ἄγαμαι δὲ λόγων, σε Αριστοφ. 4. με αιτ. πράγμ. και γεν. προσ., οὐκ ἄγαμαι ταῦτ' ἀνδρός, δεν θαυμάζω αυτό σε έναν άνδρα, σε Ευρ. 5. με γεν. προσ. ακολουθ. από μτχ., θαυμάζω την πράξη κάποιου, ἄγαμαι αὐτοῦ εἰπόντος, σε Πλάτ. 6. με δοτ., είμαι ενθουσιασμένος με ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. II. 1. με αρνητική σημασία, αισθάνομαι ζήλια, φθόνο, οργίζομαι εναντίον ενός προσώπου, με δοτ., σε Όμηρ. 2. με αιτ., ζηλεύω ή θυμώνω με κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. ἀγαίομαι.