Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγαλμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἄγαλμα, -ατος, τό (ἀγάλλω), 1. τιμή, ευφροσύνη, δόξα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἀγάλματ' ἀγορᾶς, απλά στολίδια της αγοράς, σε Ευρ. 2. ευχαριστήριο δώρο, ιδίως στους θεούς, σε Ομήρ. Οδ. 3. άγαλμα προς τιμήν ενός θεού, σε Ηρόδ., Αττ.· άγαλμα, ως αντικείμενο λατρείας κ.λπ., σε Αισχύλ.· έπειτα, γενικά = ἀνδριάς, κάθε είδους άγαλμα, σε Πλάτ.· επίσης, πορτρέτο, εικόνα, κάθε είδους ομοίωμα που αναπαρίσταται με τη γραφή ή το λόγο· ἐξαλειφθεῖσ' ὡς ἄγαλμα, σε Ευρ.
ἀγαλματο-ποιός, (ποιέω), τεχνίτης αγαλμάτων, γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.