LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἁψίκορος"
- ἁψί-κορος, -ον (ἅπτομαι, κόρος), αυτός που ικανοποιείται με το άγγιγμα, δηλ. εύθικτος, ευερέθιστος, εκλεκτικός, σε Πλάτ.· τὸ ἁψίκορον, δυστροπία, παραξενιά, ευθιξία, σε Πλούτ., Λουκ.