Αποτελέσματα για: "ἁφή"
Βρέθηκαν 11 λήμματα [1 - 11]
-
ἁφή, ἡ (ἅπτω)· I. φωτισμός, άναμμα, περὶ λύχνων ἁφάς, κατά την ώρα που ανάβουν τους λύχνους, σε Ηρόδ. II. (ἅπτομαι) άγγιγμα, ψηλάφηση, σε Αισχύλ.· αίσθηση αγγίγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
ἀφ-ηγέομαι, Ιων. ἀπ-ηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. καθοδηγώ από ένα σημείο, και επομένως, γενικά, οδηγώ, προηγούμαι, οἱ ἀφηγούμενοι, προπορευόμενοι, σε Ξεν. II. λέγω ή διηγούμαι χωρίς παραλείψεις, εξηγώ, διασαφηνίζω, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. σημασία, τὸ ἀπηγημένον, αυτό που έχει ειπωθεί, στον ίδ.
-
ἀφήγημα, Ιων. ἀπηγ-, τό, ιστορία, αφήγηση, σε Ηρόδ.
-
ἀφήγησις, Ιων. ἀπηγ-, -εως, Ιων. -ιος, ἡ, εξιστόρηση, αφήγηση, ἄξιον ἀπηγήσιος, άξιο εξιστόρησης, σε Ηρόδ.
-
ἀφηγητήρ, -ηρος, ὁ, οδηγός, σε Ανθ.
-
ἀφ-ηδύνω, μέλ. -ῠνῶ, γλυκαίνω, σε Πλούτ., Λουκ.
-
ἀφ-ῆκα, αόρ. αʹ του ἀφίημι.
-
ἀφ-ήκω, φτάνω σε, σε Πλάτ.
-
ἀφ-ῆλιξ, Ιων. ἀπ-ῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται πέρα από τη νεότητα, ηλικιωμένος, κυρίως σε συγκρ. ἀπηλικέστερος, σε Ηρόδ.
-
ἄφ-ημαι, Παθ., κάθομαι χωριστά, μτχ. ἀφήμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἀφήτωρ, -ορος, ὁ (ἀφ-ίημι), τοξότης, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.