Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁφή"

Βρέθηκαν 11 λήμματα [1 - 11]
ἁφή, (ἅπτωI. φωτισμός, άναμμα, περὶ λύχνων ἁφάς, κατά την ώρα που ανάβουν τους λύχνους, σε Ηρόδ. II. (ἅπτομαι) άγγιγμα, ψηλάφηση, σε Αισχύλ.· αίσθηση αγγίγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἀφ-ηγέομαι, Ιων. ἀπ-ηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ., I. καθοδηγώ από ένα σημείο, και επομένως, γενικά, οδηγώ, προηγούμαι, οἱ ἀφηγούμενοι, προπορευόμενοι, σε Ξεν. II. λέγω ή διηγούμαι χωρίς παραλείψεις, εξηγώ, διασαφηνίζω, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. σημασία, τὸ ἀπηγημένον, αυτό που έχει ειπωθεί, στον ίδ.
ἀφήγημα, Ιων. ἀπηγ-, τό, ιστορία, αφήγηση, σε Ηρόδ.
ἀφήγησις, Ιων. ἀπηγ-, -εως, Ιων. -ιος, , εξιστόρηση, αφήγηση, ἄξιον ἀπηγήσιος, άξιο εξιστόρησης, σε Ηρόδ.
ἀφηγητήρ, -ηρος, , οδηγός, σε Ανθ.
ἀφ-ηδύνω, μέλ. -ῠνῶ, γλυκαίνω, σε Πλούτ., Λουκ.
ἀφ-ῆκα, αόρ. αʹ του ἀφίημι.
ἀφ-ήκω, φτάνω σε, σε Πλάτ.
ἀφ-ῆλιξ, Ιων. ἀπ-ῆλιξ, -ικος, , , αυτός που βρίσκεται πέρα από τη νεότητα, ηλικιωμένος, κυρίως σε συγκρ. ἀπηλικέστερος, σε Ηρόδ.
ἄφ-ημαι, Παθ., κάθομαι χωριστά, μτχ. ἀφήμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀφήτωρ, -ορος, (ἀφ-ίημι), τοξότης, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ.