Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁρμός"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἁρμός, (*ἄρω), σε πληθ., τα στερεώματα της πόρτας, σε Ευρ.· ἁρμὸς χώματος λιθοσπαδής, άνοιγμα σε τάφο που σχηματίστηκε από πέτρες που αφαιρέθηκαν από τα σημεία όπου ενώνονταν, σε Σοφ.
ἁρμοστήρ, -ῆρος, , = το επόμ., σε Ξεν.
ἁρμοστής, -οῦ, (ἁρμόζω), αυτός που ρυθμίζει ή κυβερνά, ιδίως αρμοστής ή κυβερνήτης των νησιών και των πόλεων της Μ. Ασίας, που εστάλη ως διοικητής από τους Λακεδαιμόνιους κατά τη διάρκεια της εξουσίας τους, σε Θουκ., Ξεν.
ἁρμόστωρ, -ορος, (ἁρμόζω), διοικητής, σε Αισχύλ.