Αποτελέσματα για: "ἁρμός"
Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
-
ἁρμός, ὁ (*ἄρω), σε πληθ., τα στερεώματα της πόρτας, σε Ευρ.· ἁρμὸς χώματος λιθοσπαδής, άνοιγμα σε τάφο που σχηματίστηκε από πέτρες που αφαιρέθηκαν από τα σημεία όπου ενώνονταν, σε Σοφ.
-
ἁρμοστήρ, -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ξεν.
-
ἁρμοστής, -οῦ, ὁ (ἁρμόζω), αυτός που ρυθμίζει ή κυβερνά, ιδίως αρμοστής ή κυβερνήτης των νησιών και των πόλεων της Μ. Ασίας, που εστάλη ως διοικητής από τους Λακεδαιμόνιους κατά τη διάρκεια της εξουσίας τους, σε Θουκ., Ξεν.
-
ἁρμόστωρ, -ορος, ὁ (ἁρμόζω), διοικητής, σε Αισχύλ.