Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁρμόζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁρμόζω, Αττ. (εκτός από Τραγ.) ἁρμόττω, Δωρ. ἁρμόσδω· παρατ. ἤρμοζον, Δωρ. ἅρμ-· μέλ. ἁρμόσω, αόρ. αʹ ἥρμοσα, Δωρ. ἅρμοξα· παρακ. ἥρμοκαΜέσ., Επικ. προστ. ἁρμόζεο, αόρ. αʹ ἡρμοσάμην, Δωρ. ἁρμοζάμηνΠαθ., παρακ. ἥρμοσμαι, Ιων. ἅρμοσμαι, Δωρ. ἅρμοσμαι· αόρ. αʹ ἡρμόσθην, Δωρ. ἁρμόχθην· μέλ. ἁρμοσθήσομαι (*ἄρωI. 1. συναρμόζω, συνενώνω, ιδίως λέγεται για το έργο του ξυλουργού, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, σε Μέσ., συγκολλώ, τοποθετώ μαζί, στο ίδ. 2. γενικά, αρμόζω, προσαρμόζω, προετοιμάζω, κάνω έτοιμο, σε Σοφ.Μέσ., προσαρμόζω τον εαυτό μου, πρός τινα, σε Λουκ. 3. λέγεται για γάμο, ἁρμόζειν τινὶ τὴν θυγατέρα, αρραβωνιάζω την κόρη μου με κάποιον, σε Ηρόδ.· επίσης, ἁρμόζω γάμους, σε Ευρ.Μέσ., αρραβωνιάζομαι κάποιον, παίρνω για σύζυγο, τὴν θυγατέρα τινός, σε Ηρόδ. (ομοίως σε Μέσ., Κ.Δ.) — Παθ., ἡρμόσθαι θυγατέρα τινὸςγυναῖκα, την αρραβωνιάζομαι ή την παντρεύομαι, σε Ηρόδ. 4. βάζω σε τάξη, κανονίζω, τακτοποιώ, κυβερνώ, σε Ευρ.Παθ., σε Σοφ.· κονδύλοις ἡρμοττόμην, εκπαιδεύτηκα ή ασκήθηκα με τις γροθιές, σε Αριστοφ.· στους Λακεδαιμονίους, είμαι ή διατελώ ως αρμοστής, ἐν ταῖς πόλεσιν, σε Ξεν. 5. ρυθμίζω σύμφωνα με τους νόμους της αρμονίας, χορδίζω όργανα, σε Πλάτ.Παθ., ἡρμοσμένος, σε αρμονία, στον ίδ. II. 1. αμτβ., αρμόζω, εφαρμόζω καλά, για ενδύματα ή οπλισμό, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. εφαρμόζομαι, εκπληρώνομαι, τινί, σε Σοφ. 3. απρόσ., ἁρμόζει, αρμόζει, ταιριάζει, είναι πρέπον, Λατ. decet, με αιτ. και απαρ., στον ίδ. 4. μτχ. ἁρμόττων, -ουσα, -ον, κατάλληλος, ταιριαστός, σε Πλάτ.· πρός τι, σε Ξεν.