Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁρμόδιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁρμόδιος, , -ον (ἁρμόζωI. προσαρμοζόμενος μαζί με, σε Θέογν. II. καλοπροσάρμοστος, σύμφωνος, ταιριαστός, αρμονικός, στον ίδ.· επίρρ. -ως, σε Πλούτ.