Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁρμονία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁρμονία, (ἁρμόζωI. 1. μέσο για να διατηρηθούν οι σανίδες του πλοίου ενωμένες, συνοχέας, σε Ομήρ. Οδ. 2. αρμογή, αρμός, ανάμεσα στις σανίδες του πλοίου, τὰς ἁρμονίας ἐπάκτωσαν τῇ Βύβλῳ, στούπωσαν, καλαφάτισαν τις σχισμές με πάπυρο, σε Ηρόδ. 3. σκελετός, μεταφ., δύστροπος γυναικῶν ἁρμονία, ιδιοσυγκρασία των γυναικών, σε Ευρ. II. συμφωνία, ομοφωνία, συνομολόγηση, σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.· ορισμένη κυβέρνηση, τάξη, σε Αισχύλ. III. 1. αρμονία ως μουσική συμφωνία ήχων και πρώτα ως μυθικό πρόσωπο, η Αρμονία, η Μουσική, σύντροφος της Ήβης, των Χαρίτων και των Ωρών· τέκνο των Μουσών, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. 2. μεταφ., αρμονία, συμφωνία, σύστημα μουσικής, σε Πλάτ.