LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἁρματηλατέω"
- ἁρματηλᾰτέω, μέλ. -ήσω, προχωρώ σ' ένα πολεμικό άρμα, το οδηγώ, σε Ηρόδ., Ξεν.

