Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁπαλός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁπᾰλός, , -όν, Αιολ. ἄπ-· I. μαλακός στην αφή, τρυφερός, λέγεται για το ανθρώπινο σώμα, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για νωπούς καρπούς που πρόσφατα ωρίμασαν, σε Ηρόδ.· λέγεται για τρυφερή σάρκα, κρέας, σε Ξεν. II. μεταφ., μαλακός, μειλίχιος, πράος, ήσυχος, ήπιος, γλυκύς· ἁπαλὸν γελάσαι, γέλασε γλυκά, σε Ομήρ. Οδ.· ἁπαλὴ δίαιτα, αβρός, τρυφηλός τρόπος ζωής, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).