Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁνδάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁνδάνω[ᾰ], παρατ. ἥνδανον, Επικ. ἑήνδανον, Ιων. ἑάνδανον· μέλ. ἁδήσω, παρακ. ἅδηκα ή ἕᾱδα· αόρ. βʹ ἕᾰδον, Επικ. εὔᾰδον και ἅδον [ᾰ] (από τη √ΑΔ, απ' όπου επίσης το ἡδύς, ἡδονή, ἄσμενος), I. ευχαριστώ, ενθουσιάζω, ευαρεστώ, τέρπω, με δοτ. προσ., σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., ἑᾱδότα μῦθον, ευχάριστος λόγος, στον ίδ. II. ἁνδάνει, Λατ. placet, εκφράζοντας γνώμη, οὔ σφι ἥνδανε ταῦτα, σε Ηρόδ.· με απαρ., τοῖσι μὲν ἕαδε βοηθέειν, ήταν ευχαρίστησή τους να βοηθήσουν, στον ίδ.· απρόσ., ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως (ενν. ποιεῖν), σε Όμηρ.