Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁμαρτάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁμαρτάνω, [ᾰμ..ᾰν] (√ΑΜΑΡΤ), μέλ. ἁμαρτήσομαι, αόρ. βʹ ἥμαρτον, Επικ. ἤμβροτον, παρακ. ἡμάρτηκαΠαθ. αόρ. αʹ ἡμαρτήθην, παρακ. ἡμάρτημαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἡμάρτητο· I.1. αστοχώ, δεν πετυχαίνω το στόχο, με γεν., ἑκὼν ἡμάρτανε φωτός, σκόπιμα δεν πέτυχε τον άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἁμ.τῆς ὁδοῦ, δεν βρίσκω τον δρόμο, σε Αριστοφ.· τοῦ σκοποῦ, σε Αντιφ. 2. γενικά, αποτυγχάνω να κάνω, ξεφεύγω από το στόχο μου, χάνω το στόχο μου, αστοχώ, λανθάνω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., νοήματος ἤμβροτεν, αστόχησε να εστιάσει πάνω στη σκέψη, στον ίδ. κ.λπ.· ἁμ. τοῦ χρησμοῦ, τον παρερμηνεύω, σε Ηρόδ. 3. αποτυγχάνω να έχω, δηλ. στερούμαι κάτι, το χάνω, με γεν., ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ότι θα έπρεπε να στερηθώ το φως μου, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμ. πιστῆς ἀλόχου, σε Ευρ. II. 1. αστοχώ, κάνω λάθος, παραπλανούμαι, αμαρτάνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. τρόπου, γνώμῃ ἁμ., κάνω λάθος στην κρίση μου, σε Ηρόδ.· ή ἐν λόγοις, στον ίδ., Πλάτ.· με ουδ. επίρρ., τόδε γ' ἤμβροτον, έσφαλα σ' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· στον πεζό λόγο, ἁμ. περί τι ή τινος, κάνω λάθος σ' ένα ζήτημα, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. Παθ., ἁμαρτάνεταί τι, διαπράττεται ένα αμάρτημα, σε Θουκ.· απρόσ., ἁμαρτάνεται περίτι, σε Πλάτ.