Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁλμυρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁλμῠρός, , -όν (ἅλμη), 1. αλμυρός, γλυφός, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για τη γεύση, γλυφός, υφάλμυρος, σε Θουκ., Ξεν. 3. μεταφ., πικρός, άγευστος, στιφός, Λατ. amarus, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἁλμυρὰ κλαίειν, κλαίω πικρά, σε Θεόκρ.