Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁλιεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁλιεύς, , γεν. -έω, Ιων. -ῆος και συνηρ. ἁλιῶς: (ἅλς)· κάποιος που σχετίζεται με τη θάλασσα, και ομοίως· 1. ψαράς, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ναυτικός, ναύτης, σε Ομήρ. Οδ.· με άλλο ουσ., ἐρέτας ἁλιῆας, ναυτικούς κωπηλάτες, στο ίδ.