LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἁλίβρεκτος"
- ἁλί-βρεκτος, -ον (ἅλς, βρέχω), αυτός που βρέχεται από την θάλασσα, σε Ανθ.