Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁδρός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἁδρός, , -όν, στην αρχική του σημασία φαίνεται να σημαίνει «πυκνός», (συγγενές προς το ἁδ-ινός, όπως το κυδρός προς το κυδνόςI. λέγεται για πράγματα· χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν, έπεφτε πυκνή σε νιφάδες, σε Ηρόδ.· ισχυρός, μέγας από κάθε άποψη· ἁδρὸς πόλεμος, σε Αριστοφ. II. επίσης λέγεται για πρόσωπα, μεγάλος, εύσωμος, ωραίος, ευτραφής, σε Ηρόδ., Πλάτ.· επίσης λέγεται για ζώα, σε Ξεν., Βάβρ.· χρησιμοποιείται για καρπό ή σιτάρι, ώριμος, μεστός, σε Ηρόδ.
ἁδροσύνη, (ἁδρός) = ἁδροτής, λέγεται για τα στάχυα σιταριού, σε Ησίοδ.