Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁδινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁδῐνός, , -όν[ᾰ], συμπιεσμένος (βλ. ἁδρός1. συμπυκνωμένος, συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος, συμπαγής, πυκνός, λέγεται για μέλισσες, μύγες, πρόβατα, σε Όμηρ.· ἁδινὰ δάκρυα, άφθονα δάκρυα, σε Σοφ. 2. βίαιος, ηχηρός, λέγεται για ήχους, σε Ομήρ. Ιλ.· Σειρῆνες ἁδιναί, ηχηρόφωνες Σειρήνες, σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. -νῶς, συχνά ή ηχηρά, δυνατά, βίαια, σε Ομήρ. Ιλ.· παρομοίως και ἁδινόν και ἁδινά, ως επίρρ.: ἁδινὸν κλαίειν, μυκᾶσθαι, στοναχῆσαι, σε Όμηρ.· συγκρ. ἁδινώτερον, σε Ομήρ. Οδ.