Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁγνός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἁγνός, , -όν (ἅγος), αυτός που είναι γεμάτος από θρησκευτική ευλάβεια, σεβασμό, δέος· I. 1. λέγεται για τόπους και πράγματα που είναι αφιερωμένα στους θεούς, άγιος, όσιος, ιερός, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 2. επίσης λέγεται για θεία πρόσωπα, μάντεις, αγνός, καθαρός, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, αμόλυντος, αγνός, καθαρός, σε Αισχύλ., Ευρ.· με γεν., αμόλυντος, καθαρός από κάτι, σε Ευρ. 2. καθαρός από αίμα, αθώος, σε Σοφ.· ἁγνὸς χεῖρας, σε Ευρ. 3. με ηθική σημασία, καθαρός, σωστός, δίκαιος, αμερόληπτος, σε Ξεν.· επίρρ., ἁγνῶς ἔχειν, είναι καθαρός, ανόθευτος, στον ίδ.
ἄγνος, ,Αττ. , = λύγος, φυτό που μοιάζει στην ιτιά, Λατ. vitex agnus castus, σε Ομηρ. Ύμν.