Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁγνεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁγνεύω, μέλ. -σω, παρακ. ἥγνευκα (ἁγνός)· θεωρώ κάτι αναπόσπαστο κομμάτι αγνότητας, θεωρώ κάτι ως ζήτημα θρησκευτικό· με απαρ., ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι αγνός, σε Αισχύλ.· χεῖρας ἁγνεύει, έχει καθαρά χέρια, σε Ευρ.· φυλάω τον εαυτό μου καθαρό από κάτι, με γεν., σε Δημ.