Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀχρεῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-χρεῖος, Ιων. ἀχρήϊος, -ον· I. 1. άχρηστος, ανώφελος, αυτός που δεν είναι χρήσιμος σε τίποτα, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ. 2. ιδίως, άχρηστος, ακατάλληλος στον πόλεμο, σε Ηρόδ.· τὸ ἀχρεῖον τοῦ στρατοῦ, το άχρηστο μέρος του στρατεύματος, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. II. στον Όμηρ. ουδ. ἀχρεῖον ως επίρρ., ἀχρεῖον ἰδών, ρίχνω μια απερίσκεπτη ματιά, κοιτάζω αλόγιστα, για το Θερσίτη αφού χτυπήθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀχρεῖον ἐγέλασσε, γέλασε χωρίς αιτία και λόγο, γέλασε με δυνατό γέλιο, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ἀχρεῖον κλάζειν, γαβγίζω χωρίς αιτία, σε Θεόκρ.