LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀχθοφορέω"
- ἀχθοφορέω, μέλ. -ήσω· 1. φέρω, σηκώνω βάρη, σε Πλούτ. 2. φέρω ως φορτίο, τι, σε Ανθ.