LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀφρέω"
- ἀφρέω, μέλ. -ήσω (ἀφρός), αφρίζω, καλύπτω με αφρό, ἵπποι ἄφρεον στήθεα, σε Ομήρ. Ιλ.