Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀφικνέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀφ-ικνέομαι, Ιων. ἀπ-· μέλ. ἀφίξομαι, Ιων. βʹ ενικ. ἀπίξεαι· παρακ. ἀφῖγμαι, Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. ἀπίκατο· αόρ. βʹ ἀφῑκόμην, σε Ομήρ. Ιλ.· Ιων. γʹ πληθ. ἀπικέατο· 1. έρχομαι από ένα μέρος σ' ένα άλλο, φτάνω σε, φτάνω· με αιτ. τόπου, σε Όμηρ.· ἡ ἀφικνέομαι ἐς..., ἐπί..., κατά..., πρός..., στον ίδ., Αττ.· (στον πεζό λόγο ή πρόθεση σπανίως παραλείπεται)· απόλ., φτάνω, σε Ομήρ. Οδ.· ο Όμηρ. τοποθετεί το πρόσωπο στο οποίο αφικνείται κάποιος σε αιτ., μνηστήρας ἀφικνέεται, ήρθε σ' αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, φτάνω στη ρίψη (του δίσκου), στο ίδ.· ἀφικνέομαι ἐπὶ ή εἰς πάντα, δοκιμάζω όλα τα μέσα, σε Σοφ., Ευρ. 2. καταντώ σε κάποια κατάσταση, ἀπικνέομαι ἐς πᾶν κακὸν ή κακοῦ, ἐς ἀπορίην κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ. 3. ἀπικνέομαί τινι ἐς λόγους, συνομιλώ με κάποιον, σε Ηρόδ.· ομοίως, ἐς ἔριν, ἐς ἔχθεα ἀφικνέομαί τινι, στον ίδ.· διὰ μάχης δι' ἔχθρας ἀπικνέομαί τινι, έρχομαι σε μάχη ή σε εχθρότητα με κάποιον, στον ίδ.· διὰ λόγων τινί, σε Ευρ. 4. ἐς τόξευμα ἀφικνέομαι, φτάνω σε απόσταση βολής, σε Ξεν.