Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀφανής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-φᾰνής, -ές (φαίνομαι1. αόρατος, αφανής, αθέατος, λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, σε Αισχύλ.· χάσμα ἀφανές, χάσμα που δεν φαίνεται, σε Ηρόδ.· ἡ ἀφανὴς θεός, λέγεται για την Περσεφόνη, σε Σοφ. 2. ἀφᾰνὴς γίγνεσθαι = ἀφανίζεσθαι, εξαφανίζομαι, είμαι χαμένος, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες που χάνονται μετά τη μάχη, σε Θουκ.· πρβλ. ἀφανίζω. 3. αφανής, απαρατήρητος, μυστικός, σε Σόλωνα, Θουκ.· με μτχ., ἀφανής εἰμι ποιῶν τι, κάνω κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, σε Ξεν. 4. άγνωστος, αβέβαιος, άσημος, κρυφός, σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για μελλοντικά γεγονότα, τὸ ἀφανές, αβεβαιότητα, σε Ηρόδ.· επίρρ. ἀφανῶς, σε Θουκ.· ομοίως, ἐκ τοῦ ἀφανοῦς, ως επίρρ., στον ίδ.· και ουδ. πληθ. ἀφανῆ, σε Ευρ. 5. λέγεται για πρόσωπα, απαρατήρητος, άσημος, στον ίδ., Θουκ. 6. ἀφανὴς οὐσία, κινητή περιουσία, όπως τα χρήματα που μπορεί κάποιος να μην τα εμφανίζει, αντίθ. προς το φανερά (ακίνητη), όπως η γη, σε Ρήτ.