Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀτύζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀτύζομαι, σε ενεστ. και σε μτχ. αορ. βʹ ἀτυχθείς.Παθ., I. ταράσσομαι από το φόβο, εκπλήσσομαι, θορυβούμαι, σε Όμηρ.· ἀτυζόμενοι πεδίοιο, φεύγοντας έντρομοι μέσα από την πεδιάδα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης είμαι ταραγμένος από τη λύπη, ἀτυζόμενος, σε Σοφ., Ευρ.· με αιτ., ὄψιν ἀτυχθείς, μένω έκθαμβος στη θέα, σε Ομήρ. Ιλ. II. στους μεταγεν. Επικ. βρίσκουμε τον Ενεργ. τύπο ἀτύζω, με γʹ ενικ. αορ. αʹ ευκτ. ἀτύξαι, εκπλήσσω με τρόμο, σε Θεόκρ.