Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀτρεκής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-τρεκής, -ές, I. 1. πραγματικός, αληθινός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. αυστηρός, ακριβής, σωστός, ἀριθμός, σε Ηρόδ.· τὸ ἀτρεκές = ἀτρέκεια, στον ίδ.· τὸ ἀτρεκέστερον, μεγαλύτερη ακρίβεια, στον ίδ.· τὸ ἀτρεκέστατον, στον ίδ. 3. βέβαιος, ασφαλής, σε Ευρ. II. 1. χρησιμ. από Όμηρ. κυρίως ως επίρρ. ἀτρεκέως, με ἀγορεύειν, καταλέξαι, μιλώ αληθινά, μαζί με ακρίβεια, ομοίως επίσης σε Ηρόδ. 2. επίσης ουδ. ως επίρρ., δεκὰςἀτρεκές, μόνο δέκα από αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, τὸ ἀτρεκές, σε Θέογν. (αμφίβ. προέλ.).