LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀτραπός"
- ἀ-τρᾰπός, Επικ. ἀ-ταρπός, ἡ (τρέπω)· πιθ. δρόμος που δεν έχει διακλαδώσεις, γενικά, μονοπάτι, δρόμος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

