LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀτιτάλλω"
- ἀτῐτάλλω, αναδιπλ. τύπος του ἀτάλλω, ανατρέφω παιδί, φροντίζω, περιποιούμαι, επιβλέπω, σε Όμηρ.· λέγεται για άλογα, Παθ., χῆν ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ, σε Ομήρ. Οδ.