LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀτημελής"
- ἀ-τημελής, -ές, I. παραμελημένος, σε Πλούτ. II. απερίσκεπτος· επίρρ. ἀτημελῶς ἔχειν, στον ίδ.