Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀτημέλητος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-τημέλητος, -ον (τημελέωI. 1. παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει κανείς, σε Ξεν. 2. σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ. II. αυτός που δεν δίνει προσοχή, αμελής, σε Αλκίφρ.· επίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν, δεν δίνω προσοχή σε κάτι, με γεν., σε Ξεν.