LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀσχημονέω"
- ἀσχημονέω, μέλ. -ήσω, συμπεριφέρομαι απρεπώς, ντροπιάζω τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ.