Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀσφαραγέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-σφᾰρᾰγέω, μέλ. -ήσω (α ευφωνικό, σφαραγέω), αντηχώ, δημιουργώ οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.