LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀστυνόμος"
- ἀστῠ-νόμος, ὁ (νέμω)· I. αυτός που προστατεύει την πόλη, θεοί, σε Αισχύλ.· ὀργαὶ ἀστυνόμοι, ήθη της κοινωνικής συμβίωσης, σε Σοφ. II. ως ουσ., άρχοντας της Αθήνας που είχε την επιμέλεια της αστυνομίας, των οδών και των δημόσιων κτιρίων· πέντε άρχοντες για την Αθήνα και πέντε για τον Πειραιά, δέκα συνολικά, σε Πλάτ. κ.λπ.