Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀστραπή"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἀστραπή[ᾰ], , = ἀστεροπή, στεροπή· 1. λάμψη της αστραπής, αστραπή, σε Ηρόδ., σε Αττ.· στον πληθ., αστραπές, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. οποιοδήποτε έντονο φως, λαμπάδα, σε Κ.Δ.
ἀστρᾰπηφορέω, μέλ. -ήσω, αυτός που φέρει αστραπές, σε Αριστοφ.
ἀστρᾰπη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που απαστράφτει, σπινθηροβόλος, σε Ευρ.