LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀστραπή"
- ἀστραπή[ᾰ], ἡ, = ἀστεροπή, στεροπή· 1. λάμψη της αστραπής, αστραπή, σε Ηρόδ., σε Αττ.· στον πληθ., αστραπές, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. οποιοδήποτε έντονο φως, λαμπάδα, σε Κ.Δ.
- ἀστρᾰπηφορέω, μέλ. -ήσω, αυτός που φέρει αστραπές, σε Αριστοφ.
- ἀστρᾰπη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που απαστράφτει, σπινθηροβόλος, σε Ευρ.