Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀστράγαλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀστράγᾰλος[τρᾰ], · I. ένας από τους σπονδύλους, σε Όμηρ. II. το εξόγκωμα στην άρθρωση του ποδιού, Λατ. talus, σε Ηρόδ., Θεόκρ. III. πληθ. ἀστράγαλοι, ζάρια ή το παιχνίδι που παίζεται με τα ζάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· αρχικά ήταν κατασκευασμένα από κόκκαλα αρθρώσεων, και ποτέ δεν είχαν περισσότερες από τέσσερις επίπεδες πλευρές, ενώ οι κύβοι είχαν έξι· έπαιζαν ρίχνοντας τέσσερις με το χέρι· η καλύτερη ρίψη (βόλος), όταν το κάθε ζάρι είχε διαφορετικό αριθμό, λεγόταν Ἀφροδίτη, Λατ. jactus Veneris· η χειρότερη, όταν όλα είχαν τον ίδιο αριθμό, Κύων, Λατ. canis (αμφίβ. προέλ.).