Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀστράβη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀστράβη, , σαμάρι μουλαριού, αναπαυτικά φοδραρισμένη σέλα, σε Δημ. (αμφίβ. προέλ.).
ἀ-στρᾰβής, -ές, = ἀ-στραφής, αυτός που δεν είναι στραβός, ίσιος, σε Πλάτ.