LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀστράβη"
- ἀστράβη, ἡ, σαμάρι μουλαριού, αναπαυτικά φοδραρισμένη σέλα, σε Δημ. (αμφίβ. προέλ.).
- ἀ-στρᾰβής, -ές, = ἀ-στραφής, αυτός που δεν είναι στραβός, ίσιος, σε Πλάτ.