LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀστοχέω"
- ἀστοχέω, μέλ. -ήσω, χάνω το στόχο, αστοχώ, αποτυγχάνω σε κάτι, τινοςή περί τινος, σε Πολύβ.· περί τι, σε Κ.Δ.