Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀστεῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀστεῖος, , -ον (ἄστυ), αυτός που προέρχεται από την πόλη, απ' όπου, όπως Λατ. urbanus, αυτός που ανατράφηκε στην πόλη, ευγενής, ευγενικός, αντίθ. προς το ἀγροῖκος, σε Πλάτ.· εξευγενισμένος, λεπτός, χαριτωμένος, ευφυής, έξυπνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., ἀστεῖον κέρδος, ωραίο κέρδος..., σε Αριστοφ.