Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀστεροπή"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀ-στεροπή, (α ευφωνικό, στεροπή), αστραπή, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀστεροπητής, -οῦ, , αυτός που αστράφτει, λέγεται για τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.