LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀστεροπή"
- ἀ-στεροπή, ἡ (α ευφωνικό, στεροπή), αστραπή, σε Ομήρ. Ιλ.
- ἀστεροπητής, -οῦ, ὁ, αυτός που αστράφτει, λέγεται για τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.