LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀστήρ"
- ἀστήρ, ὁ, γεν. -έρος, δοτ. πληθ. ἄστρασι (όχι ἀστράσι)· 1. αστέρι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. ἄστρον. 2. φλόγα, φως, φωτιά, σε Ευρ. (η √ΣΤΕΡ, α ευφωνικό, πρβλ. Λατ. stella, δηλ. ster-ula).
- ἀ-στήρικτος, -ον (στηρίζω), αυτός που δεν είναι σταθερός, ασταθής, σε Ανθ., Κ.Δ.