LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀσπαίρω"
- ἀ-σπαίρω (α ευφωνικό, σπαίρω), ασθμαίνω, αγκομαχώ, τινάζομαι σπασμωδικώς, σπαρταρώ, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Όμηρ., Ηρόδ.· αλλά, μοῦνος ἤσπαιρε, ήταν ο μόνος που ακόμα αντιστεκόταν, σε Ηρόδ.