Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀσπίς"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἀσπίς, -ίδος, , I. 1. στρογγυλή ασπίδα, Λατ. clipeus, από δέρμα βοδιού, καλυμμένη με μεταλλικές πλάκες, με προεξοχή (ὀμφαλός) στη μέση, διακοσμημένη με αραποσιτιά (θύσανοι)· αντίθ. προς την στενόμακρη ασπίδα (ὅπλον, Λατ. scutum) που χρησιμοποιείται από τους οπλίτες (ὁπλῖται). 2. στον πεζό λόγο, για να δηλώσει το σώμα των στρατιωτών, ὀκτακισχιλίη ἀσπίς, οκτώ χιλιάδες στρατιώτες οπλισμένοι, σε Ηρόδ. 3. σε στρατιωτικές φράσεις: ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσι τάξασθαι, σε βάθος είκοσι πέντε ανδρών, σε Θουκ.· ἐπ'ἀσπίδα, παρ' ἀσπίδα (αντίθ. ἐπὶ δόρυ), προς τα αριστερά ή στα αριστερά, επειδή η ασπίδα κρατιόταν από το αριστερό χέρι, σε Ξεν.· παρ' ἀσπίδα στῆναι, στέκομαι στη μάχη, σε Ευρ. II. ασπίδα, φίδι Αιγυπτιακό, σε Ηρόδ.
ἀσπιστήρ, -ῆρος, , = το επόμ., σε Σοφ., Ευρ.
ἀσπιστής, -οῦ, , αυτός που είναι οπλισμένος με ασπίδα, πολεμιστής, γεν. πληθ. ἀσπιστάων, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ., ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων, δηλ. η ασπίδα του Αχιλλέα, σε Ευρ.
ἀσπίστωρ, -ορος, , = το προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, σύγκρουση ασπιδοφόρων πολεμιστών, σε Αισχύλ.