LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀσπάσιος"
- ἀσπάσιος, -α, -ον και -ος, -ον (ἀσπάζομαι)· I. ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος, σε Όμηρ. II. πολύ ευχαριστημένος, χαρούμενος, στον ίδ.· επίρρ. -ίως, χαρούμενα, μετά χαράς, στον ίδ., Ηρόδ.