Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀσπάζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀσπάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ.: 1. υποδέχομαι ευχάριστα, χαιρετίζω ευγενικά, Λατ. salutare, τινα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ως συνηθισμένος τρόπος συνάντησης, ἀσπάζομαί σε ή ἀσπάζομαι μόνο, σε Αριστοφ.· πρόσωθεν αὐτὴν ἀσπάζομαι, την χαιρετώ από σεβαστή απόσταση, δηλ. κρατιέμαι μακριά απ' αυτή, την αποφεύγω, σε Ευρ.· επίσης, αποφεύγω, στον ίδ., Ξεν. 2. εναγκαλίζομαι, φιλώ, χαϊδεύω, θωπεύω, σε Αριστοφ.· λέγεται για σκύλους, Λατ. blandiri, σε Ξεν. 3. λέγεται για πράγματα, επιζητώ πρόθυμα, επιδιώκω, Λατ. amplector, ἀσπάζομαι τὸν οἶνον, σε Πλάτ. 4. ἀσπάζομαι ὅτι, δέχομαι με χαρά, σε Αριστοφ.